- διαστρατηγώ
- διαστρατηγῶ (-έω) (AM)1. εκτελώ ή αναλαμβάνω χρέη στρατηγού, υπηρετώ ως στρατηγός2. μεταχειρίζομαι τεχνάσματα, στρατηγήματα, μηχανεύομαι3. σκέπτομαι πονηρά4. εξαπατώ με στρατήγημα («διεστρατήγουν τους Ρωμαίους» Πολύβ.)5. φέρω εις πέρας, τελειώνω (ὅv οὐχ ἑώρακε διαστρατηγεῑ πόλεμον», Πλούτ.)6. (στη Ρώμη) παραδίνω το αξίωμα τού στρατηγού ή τού πραίτορα μετά τη λήξη τού ορισμένου χρόνου.
Dictionary of Greek. 2013.